Ο κυρ Βασίλης ήταν ένας συνταξιούχος που λόγω οικονομικών δυσκολιών, συνέχιζε να κάνει μεροκάματα όποτε τύχαινε, μερεμέτια συνήθως σε σπίτια. Οδηγούσε μια κόκκινη Φλορέτα, αυτά τα βίντατζ μεταπολεμικά γερμανικά μοτοποδήλατα και φορούσε το κλασικό αυγοειδές κράνος που κάλυπτε το σκαλπ, με την δερμάτινη προσθήκη εν είδει κουρτίνας στην βάση για να σκεπάζει τον εκτεθειμένο αυχένα. Το σπίτι του κυρ Βασίλη ήταν σχετικά κοντά στο νεκροταφείο, για να το βρεις έπρεπε αναγκαστικά να περάσεις από τον δρόμο μπροστά του.
Ένα βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι με την Φλορέτα, την ώρα που πλησίαζε στο νεκροταφείο, κάτι σφίχτηκε πάλι μέσα του. Τόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έχτισε εδώ και έμεινε μόνιμα, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τον φόβο του. Γκάζωσε παραπάνω για να περάσει από εκεί, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι νύχτα, έτσι έκανε. Ανέβαζε ταχύτητα και γυρνούσε το κεφάλι από την άλλη, τόσο όσο για να περάσει την καγκελωτή πύλη του κοιμητηρίου και μόλις προσπερνούσε, μείωνε ταχύτητα στρέφοντας το κεφάλι ξανά προς τον δρόμο. Έτσι και τώρα, συνέχισε να γκαζώνει και την στιγμή που πλησίαζε την πύλη γύρισε το κεφάλι στο απέναντι πεζοδρόμιο με τα λουλουδάδικα. Μα μόλις πέρασε, πριν ακόμα προλάβει να στρίψει το κεφάλι μπροστά, μέσα απ’ το κράνος άκουγε ένα υπόκωφο ποδοβολητό, σαν κάποιος ή κάτι να πετάχτηκε απ’ το νεκροταφείο και τον κυνηγούσε. Μείωσε αμέσως ταχύτητα και μειώθηκε και η ταχύτητα του ποδοβολητού. Εν κινήσει, γύρισε πίσω του να δει ποιός τον κυνηγά, μα δεν υπήρχε κανείς και ο ήχος σταμάτησε. Μόλις στράφηκε μπροστά στην πορεία του, άρχισε πάλι το ίδιο τρεχαλητό. Ο πανικός τον είχε κυριεύσει, τερμάτισε την Φλορέτα και κοιτούσε συνεχώς πίσω του, μέχρι που έχασε τον έλεγχο. Λίγο πριν πέσει με ορμή στο κράσπεδο, το λυμένο κράνος εγκατέλειψε το κεφάλι του στον αέρα.
Όσο πέθαινε εκεί στο σκοτάδι αβοήθητος, πρόλαβε με την άκρη του ματιού του να δει το κράνος που είχε καταλήξει 2-3 μέτρα πιο πέρα και τότε εξηγήθηκαν όλα. Ο θόρυβος που άκουγε, αυτό που τον κυνηγούσε από την πύλη του νεκροταφείου, δεν ήταν παρά το πετσί του κράνους που λύθηκε όταν γύρισε το κεφάλι έξω από την πύλη και χτυπούσε στο πίσω μέρος του κράνους όπως ανέμιζε απ’ την ταχύτητα της Φλορέτας. Πρόφτασε να παρακαλέσει τον Θεό, να τον αφήσει να ζήσει ακόμα, να τον λυπηθεί για το άδικο και ανόητο του επικείμενου θανάτου του....Μάταια....Ο κυρ Βασίλης κηδεύτηκε στο νεκροταφείο κοντά στο σπίτι του.
Στέλιος Καραθεοδώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου