Ο Σπίντ και η Τράσυ, δύο νέα παιδιά από επαρχία, ζούσαν τα τελευταία χρόνια μαζί στην Αθήνα. Ήταν από αυτές τις σχέσεις που δυσκολευόσουν να διακρίνεις αν αυτό που τους ένωνε ήταν η μεταξύ τους αγάπη ή ο κοινός τους εθισμός. Ο Σπίντ πέθανε όταν μετά από κατανάλωση πολλών υπνωτικών χαπιών, βρήκε ανέλπιστα και σούταρε μια γερή δόση ηρωίνης. Μετά από αναζήτηση λίγων ημερών, ειδοποίησαν οι περίοικοι την αστυνομία, παραπονούμενοι για την μυρωδιά αποσύνθεσης στην γειτονιά από το εγκαταλελειμμένο γιαπί.
Η κηδεία του θα γινόταν στο χωριό. Η Τράσυ πάλεψε με τον φόβο μέσα της και τελικά αποφάσισε να πάει στην τελετή. Δεν θα είχε άλλη ευκαιρία να τον ξαναδεί, έστω για μια τελευταία φορά. Πλησίασε το ανοιχτό φέρετρο, πίσω της ένιωθε τα βλέμματα μίσους των συγγενών που την θεωρούσαν υπαίτια του θανάτου, άκουγε τις βρισιές μέσα απ' τα δόντια τους, "πουτάνα πρεζού εσύ το έφαγες το παλικάρι" και άλλα άκουσε πολλά, από αυτούς που ποτέ δεν νοιάστηκαν για τον Σπίντ και τον είχαν σκοτώσει στο μυαλό τους ήδη από καιρό, μάζεψε τα κομμάτια της και έσκυψε πάνω του, ήταν τόσο όμορφος, γαληνεμένος, τον φίλησε και με το χέρι της στα μουλωχτά έριξε ένα σκονάκι μέσα, να το' χει ο αγαπημένος της, να βγάλει το ταξίδι.
Δυο μέρες μετά στην πιάτσα δεν έπαιζε τίποτα. Η Τράσυ θολωμένη απ’ τα vulbegal που κατάπινε και την στέρηση, μπήκε στο τρένο για το χωριό του Σπίντ, με μοναδικό στόχο να βρει και να πάρει πίσω το τελευταίο σκονάκι που έριξε στο φέρετρο. Ο Σπίντ θα καταλάβαινε την αδυναμία της μπροστά στην χαρμάνα, σκέφτηκε. Έφτασε νύχτα και κατευθύνθηκε αμέσως προς το νεκροταφείο. Δεν είχαν κατασκευάσει ακόμα τον μαρμάρινο τάφο, ήταν σκέτο χώμα. Η αγωνία και το στερητικό έκαναν την καρδιά της να χτυπάει τρελά, αντηχούσε σαν ποδοβολητό ντοπαρισμένων αλόγων κούρσας στην ησυχία του νεκροταφείου. Έπεσε και άρχισε να σκάβει απεγνωσμένη με τα γυμνά της χέρια.
Η Τράσυ βρέθηκε το πρωί νεκρή από επισκέπτες του νεκροταφείου, με το πρόσωπο στο χώμα, πάνω στον φρέσκο τάφο του συντρόφου της. Η νεκροψία αποφάνθηκε πως η αιτία του θανάτου της ήταν καρδιακή ανακοπή. Στο χωριό λέγανε πως ο Σπίντ σηκώθηκε απο το μνήμα και σκότωσε την Τράσυ από εκδίκηση.
Οι μέρες περνούσαν και κανείς δεν ενδιαφερόταν για την Τράσυ, ούτε όταν ζούσε μα και στον θάνατο κανείς. Ο μπάτσος που πήγε να ενημερώσει τους γονείς της, αντιμετώπισε έναν σκληρό πατέρα, που ούτε ν' ακούσει ήθελε για αυτήν, την είχε σβήσει από θυγατέρα του, τον ντρόπιαζε έλεγε, "δεν είναι κόρη μου αυτή η τελειωμένη ξεκωλιάρα" φώναζε, μόνο η μάνα της πίσω του έκρυψε ένα δάκρυ βιαστικά, μην την δει ο άντρας της όπως γύρισε την πλάτη του κλείνοντας την πόρτα με ορμή στα μούτρα του εμβρόντητου οργάνου της τάξης.
Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να ξεφορτωθεί το πτώμα της κόρης του δωρίζοντας το στο ανατομείο, για τους φοιτητές της ιατρικής, να μάθουν πάνω της τον άνθρωπο να γιατρεύουν, μα του απάντησαν πως η ίδια θα έπρεπε όσο ζούσε να έχει υπογράψει δήλωση και πως έτσι χωρίς χαρτί δεν μπορούν να την δεχτούν εκεί. Τότε ο αδίστακτος δήλωσε αδυναμία καταβολής εξόδων για την παραλαβή και την κηδεία της, υπέγραψε και απαίτησε από το νεκροτομείο να μην τον ξαναενοχλήσουν για την ίδια υπόθεση, "δεν την αναγνωρίζω, δεν με νοιάζει η πρεζού" είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Μα και στην πιάτσα δεν νοιάστηκαν πολλοί για την τύχη της. Μόνο ο κυρ-Τάσος, ένας ηλικιωμένος που 'χε χάσει την κόρη του σε τροχαίο και είχε παραχωρήσει τον τελευταίο χρόνο το άδειο δώμα του παιδιού του στην μονοκατοικία που έμενε, στην Τράσυ και τον Σπίντ, μόνο αυτός ρωτούσε για την Τράσυ, την τύχη της να μάθει, την αγαπούσε σαν κόρη του απ' όταν την μάζεψε ένα βράδυ κόκαλο απ’ την πρέζα στο σπίτι του να συνέρθει και από τότε έμενε εκεί και ο κυρ-Τάσος δεν της ζητούσε τίποτα, μόνο ν' αφήνει να της λέει καμιά κουβέντα, γιατί ζούσε μόνος αφού και η γυναίκα του πέθανε λίγο μετά το τραγικό ατύχημα της θυγατέρας του από την στεναχώρια της.
Βρήκε λοιπόν ο κυρ-Τάσος τον ντίλερ της Τράσυ στην πλατεία και τα 'μαθε τα νέα. Στο σπίτι της δεν τολμούσε να τηλεφωνήσει, ήξερε το μίσος του πατέρα της και δίσταζε. Ήθελε να μάθει μόνο πού την έθαψαν, έστω εκεί να πάει ένα λουλούδι να αφήσει στον τάφο της. Βρήκε το θάρρος και ρώτησε στο νεκροτομείο δύο μήνες μετά και του είπαν πως η Τράσυ κηδεύτηκε με δαπάνη του νοσοκομείου μαζί με άλλα εφτά αζήτητα πτώματα λίγες μέρες πριν, στο 36ο τμήμα του Γ' κοιμητηρίου, έναν χώρο που διατηρούν για τέτοιες περιπτώσεις.
Εκεί λοιπόν, σε έναν χώρο με αδόμητους τάφους χωρίς μάρμαρο, μπροστά σε ένα πλήθος από ανώνυμους νεκρούς που φέρουν αριθμό για να τους αναγνωρίσεις, εκεί είδε σε έναν τάφο μια μεσόκοπη γυναίκα να καρφώνει έναν ξύλινο λευκό σταυρό στο χώμα. Πλησίασε την γυναίκα και είδε πάνω στον σταυρό γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο γραμμένο το όνομα της Τράσυ με κεφαλαία και το Α κυκλωμένο όπως άρεσε στην Τράσυ να το γράφει. Η γυναίκα ήταν η μητέρα της. Είπαν πολλά εκεί η δυο τους, μοιράστηκαν τον πόνο τους, τα βρήκαν και αγαπήθηκαν. Βρήκε την δύναμη και η μάνα και παράτησε τον μαλάκα τον άντρα της που τον έτρεμε όλα αυτά τα χρόνια και έζησαν μαζί με τον κυρ-Τάσο στο σπίτι του, μπλέξαν τις μνήμες τους και συνέχισαν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους.
Στέλιος Καραθεοδώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου