Η Φρόσω και η Αλκμήνη ήταν φίλες καρδιακές, περισσότερο και απ’ αδέρφια που λένε. Μοιάσανε και με τα χρόνια, για δίδυμες τις περνούσαν και στο ανάστημα και στα μαλλιά και στα ρούχα και σ’ όλα. Στα τελειώματα της εφηβείας τους πια, μελετούσαν ολημερίς και στα διαλλείματα καταστρώνανε σχέδια, αδημονούσαν για την ημέρα που θα κατάφερναν να φύγουν απ’ τα πατρικά τους, να ζήσουν επιτέλους την φοιτητική ανεμελιά στην πόλη την μεγάλη, να πιάσουν σπίτι μαζί, για να τους έρθει και φτηνότερα λέγανε μπροστά στους γονείς, μα άλλο που δεν θέλανε τότε, μέχρι και τα χρώματα που θα το βάφανε κανονίζανε απ’ τα τώρα.
Τα σπίτια που μεγαλώσανε ήταν κοντά, στο ίδιο τετράγωνο, οι μανάδες τους φίλες παλιές και αυτές, γνωρίζανε οι φαμίλιες καλά η μία την άλλη, έζησαν τα πάντα τους μαζί όλα τα χρόνια αυτά. Τα Σαββατοκύριακα το είχανε κανονισμένο, η μια να κοιμάται στο σπίτι της άλλης εναλλάξ και κει να δεις σχέδια που κάνανε και κουτσομπολιά για τ’ αγόρια του σχολείου και χαχανητά και πειράγματα, τραγούδια πασαρέλες και χορευτικά, μέχρι το βράδυ αργά, που τις έπαιρνε ο ύπνος ο γλυκός, ο γεμισμένος με νιάτα, ξεγνοιασιά και όνειρα ζωντανά να τα πιάσεις.
Και έφτασε η πολυπόθητη μέρα των εξετάσεων και γράψανε καλά τα κορίτσια, γέλια και συγχαρίκια απ’ όλους και λόγια καλά και ευχές, μεγάλη χαρά, ξεφάντωμα και γιορτή. Και είπανε να βγούνε τα κορίτσια, για καφέ και μετά για φαί με τα άλλα παιδιά απ’ το σχολείο, να εγκαινιάσει και η Φρόσω το δίπλωμα της οδήγησης που κέρδιζε μια χρονιά και το’ χε πάρει απ’ τα πέρσι και κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις του μπαμπά και πώς να το αρνηθεί ο κακομοίρης που έτρεμε το φυλλοκάρδι του, μα δεν μπορεί σκεφτόταν ο Θεός τέτοια πλάκα να τους κάνει και πως όλα θα πάνε καλά και πως και τ’ άλλα τα παιδιά θα έχουν αυτοκίνητα και έδωσε τα κλειδιά του αμαξιού στην Ευφροσύνη του, έξω να βγουν οι φίλες οι κολλητές, άλλωστε δεν θα πήγαιναν μακριά, λίγα χιλιόμετρα μόνο έξω απ’ την πόλη και θα πρόσεχαν, δεν θα πίνανε ποτό, ίσως λίγη μπύρα για να ευχηθούν μεταξύ τους με τους συμμαθητές, υπόσχεση δώσανε ιερή να ησυχάσουν οι μανάδες και οι μπαμπάδες τους.
Χαμός στο σπίτι της Φρόσως εκείνο το Σάββατο από νωρίς το πρωί, αρχίσανε οι φίλες τις προετοιμασίες για την έξοδο την μεγάλη απ’ τα χαράματα, μάτι δεν έκλεισαν το βράδυ που πέρασε απ’ την λαχτάρα και έβρεχε ο καιρός μα δεν τις ένοιαζε καθόλου, τίποτα δεν θα χαλούσε την μέρα εκείνη και καλλωπίζονταν με τις ώρες, ποιο και πρώτα απ’ τα φορέματα και τα στολίδια να δοκιμάσουν, προσεκτικά να χτενιστούν και να βαφούν, σαν τις σταρ να μοιάσουνε που θαυμάζουν.
Και ήρθε η ώρα και κίνησαν οι φίλες οι καρδιακές στο ραντεβού με τα παιδιά, βάλανε κατάλληλη μουσική στ’ αμάξι να παίζει και τραγουδούσαν δυνατά το ρεφραίν και σημασία δεν δίνανε στο δυνάμωμα της βροχής και σε μια ευθεία μεγάλη, απ’ αυτές τις μακρόσυρτες που γλυκαίνουν το γκάζι, σε μια λακκούβα κρυφή απ’ τα νερά της βροχής, βρήκε η μια ρόδα και ξέφυγε το τιμόνι και χτύπησαν άσχημα τα κορίτσια στον τοίχο μιας μάντρας αυτοκινήτων στην άκρη του δρόμου.
Τις βρήκανε εγκλωβισμένες μα όχι στις θέσεις τους, την μία ήδη νεκρή την άλλη ακόμα να χαροπαλεύει, αγνώριστες απ’ τα κατάγματα και το οίδημα, ούτε οι ίδιοι οι γονείς ήταν ικανοί να τις αναγνωρίσουν και οι φίλες οι καρδιακές αντάλλαζαν τα ρούχα και τα στολίδια τους συχνά, ευτυχώς απ’ το δαχτυλίδι της Αλκμήνης, αυτό της γιαγιάς της που ποτέ δεν το έβγαζε απ’ το χέρι της, καταλήξανε κάποια στιγμή πως η νεκρή είναι η Αλκμήνη. Και έγινε η κηδεία τρείς μέρες μετά, με την Φρόσω στην εντατική σε άσχημη κατάσταση μα σταθερή όπως λέγανε οι γιατροί.
Περνούσε ο καιρός και πήγαινε καλά η Φρόσω, μα πρόσεξε η μάνα της κάποια στιγμή σε ένα σύντομο επισκεπτήριο, τώρα που είχε υποχωρήσει το πρήξιμο και βγήκαν οι επίδεσμοι απ’ το πρόσωπο, πως η Φρόσω της έμοιαζε πολύ της νεκρής της Αλκμήνης μα δεν έδωσε σημασία, αποκλείεται είπε από μέσα της και μετά την βασάνιζαν οι σκέψεις στο σπίτι και πήρε τηλέφωνο την άλλη την μάνα την χαροκαμένη να της πει για τον φόβο της. Και αποδείχτηκε τελικά πως η Αλκμήνη είχε δανείσει το δαχτυλίδι της στην Φρόσω που της το ζήτησε εκείνη την μέρα και πως στον τάφο αντί την Αλκμήνη την Φρόσω είχαν θάψει.
Μέχρι και σήμερα που μιλάμε, στον τάφο της Φρόσως ακόμα διακρίνεις τα ίχνη απ’ τα γράμματα του ονόματος της Αλκμήνης να ξεχωρίζουν αμυδρά σε κάποια σημεία που εξέχει η γραμματοσειρά από πίσω. Η Αλκμήνη έζησε και μετά από πολλές πλαστικές επεμβάσεις κατάφερε να ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Καμιά φορά οι γονείς της νεκρής ακόμα την φωνάζουνε Φρόσω. Δεν τους διορθώνει όμως ποτέ….
Στέλιος Καραθεοδώρου
Ο Σπίντ και η Τράσυ, δύο νέα παιδιά από επαρχία, ζούσαν τα τελευταία χρόνια
μαζί στην Αθήνα. Ήταν από αυτές τις σχέσεις που δυσκολευόσουν να διακρίνεις αν
αυτό που τους ένωνε ήταν η μεταξύ τους αγάπη ή ο κοινός τους εθισμός. Ο Σπίντ
πέθανε όταν μετά από κατανάλωση πολλών υπνωτικών χαπιών, βρήκε ανέλπιστα και
σούταρε μια γερή δόση ηρωίνης. Μετά από αναζήτηση λίγων ημερών, ειδοποίησαν οι
περίοικοι την αστυνομία, παραπονούμενοι για την μυρωδιά αποσύνθεσης στην γειτονιά από το εγκαταλελειμμένο γιαπί.
Η κηδεία
του θα γινόταν στο χωριό. Η Τράσυ πάλεψε με τον φόβο μέσα της και τελικά
αποφάσισε να πάει στην τελετή. Δεν θα είχε άλλη ευκαιρία να τον ξαναδεί, έστω
για μια τελευταία φορά. Πλησίασε το ανοιχτό φέρετρο, πίσω της ένιωθε τα βλέμματα
μίσους των συγγενών που την θεωρούσαν υπαίτια του θανάτου, άκουγε τις βρισιές
μέσα απ' τα δόντια τους, "πουτάνα πρεζού εσύ το έφαγες το παλικάρι"
και άλλα άκουσε πολλά, από αυτούς που ποτέ δεν νοιάστηκαν για τον Σπίντ και τον
είχαν σκοτώσει στο μυαλό τους ήδη από καιρό, μάζεψε τα κομμάτια της και έσκυψε
πάνω του, ήταν τόσο όμορφος, γαληνεμένος, τον φίλησε και με το χέρι της στα
μουλωχτά έριξε ένα σκονάκι μέσα, να το' χει ο αγαπημένος της, να βγάλει το
ταξίδι.
Δυο μέρες μετά στην πιάτσα δεν έπαιζε τίποτα. Η
Τράσυ θολωμένη απ’ τα vulbegal που κατάπινε και την στέρηση, μπήκε στο τρένο
για το χωριό του Σπίντ, με μοναδικό στόχο να βρει και να πάρει πίσω το
τελευταίο σκονάκι που έριξε στο φέρετρο. Ο Σπίντ θα καταλάβαινε την αδυναμία
της μπροστά στην χαρμάνα, σκέφτηκε. Έφτασε νύχτα και κατευθύνθηκε αμέσως προς
το νεκροταφείο. Δεν είχαν κατασκευάσει ακόμα τον μαρμάρινο τάφο, ήταν σκέτο
χώμα. Η αγωνία και το στερητικό έκαναν την καρδιά της να χτυπάει τρελά,
αντηχούσε σαν ποδοβολητό ντοπαρισμένων αλόγων κούρσας στην ησυχία του
νεκροταφείου. Έπεσε και άρχισε να σκάβει απεγνωσμένη με τα γυμνά της χέρια.
Η
Τράσυ βρέθηκε το πρωί νεκρή από επισκέπτες του νεκροταφείου, με το πρόσωπο στο
χώμα, πάνω στον φρέσκο τάφο του συντρόφου της. Η νεκροψία αποφάνθηκε πως η
αιτία του θανάτου της ήταν καρδιακή ανακοπή. Στο χωριό λέγανε πως ο Σπίντ
σηκώθηκε απο το μνήμα και σκότωσε την Τράσυ από εκδίκηση.
Οι μέρες περνούσαν και κανείς δεν ενδιαφερόταν για την Τράσυ, ούτε όταν
ζούσε μα και στον θάνατο κανείς. Ο μπάτσος που πήγε να ενημερώσει τους γονείς
της, αντιμετώπισε έναν σκληρό πατέρα, που ούτε ν' ακούσει ήθελε για αυτήν, την
είχε σβήσει από θυγατέρα του, τον ντρόπιαζε έλεγε, "δεν είναι κόρη μου
αυτή η τελειωμένη ξεκωλιάρα" φώναζε, μόνο η μάνα της πίσω του έκρυψε ένα
δάκρυ βιαστικά, μην την δει ο άντρας της όπως γύρισε την πλάτη του κλείνοντας
την πόρτα με ορμή στα μούτρα του εμβρόντητου οργάνου της τάξης.
Τις επόμενες
μέρες προσπάθησε να ξεφορτωθεί το πτώμα της κόρης του δωρίζοντας το στο
ανατομείο, για τους φοιτητές της ιατρικής, να μάθουν πάνω της τον άνθρωπο να
γιατρεύουν, μα του απάντησαν πως η ίδια θα έπρεπε όσο ζούσε να έχει υπογράψει
δήλωση και πως έτσι χωρίς χαρτί δεν μπορούν να την δεχτούν εκεί. Τότε ο
αδίστακτος δήλωσε αδυναμία καταβολής εξόδων για την παραλαβή και την κηδεία
της, υπέγραψε και απαίτησε από το νεκροτομείο να μην τον ξαναενοχλήσουν για την
ίδια υπόθεση, "δεν την αναγνωρίζω, δεν με νοιάζει η πρεζού" είπε και
έκλεισε το τηλέφωνο.
Μα και στην πιάτσα δεν νοιάστηκαν πολλοί για την τύχη της. Μόνο ο κυρ-Τάσος,
ένας ηλικιωμένος που 'χε χάσει την κόρη του σε τροχαίο και είχε παραχωρήσει τον
τελευταίο χρόνο το άδειο δώμα του παιδιού του στην μονοκατοικία που έμενε, στην
Τράσυ και τον Σπίντ, μόνο αυτός ρωτούσε για την Τράσυ, την τύχη της να μάθει,
την αγαπούσε σαν κόρη του απ' όταν την μάζεψε ένα βράδυ κόκαλο απ’ την πρέζα
στο σπίτι του να συνέρθει και από τότε έμενε εκεί και ο κυρ-Τάσος δεν της
ζητούσε τίποτα, μόνο ν' αφήνει να της λέει καμιά κουβέντα, γιατί ζούσε μόνος
αφού και η γυναίκα του πέθανε λίγο μετά το τραγικό ατύχημα της θυγατέρας του
από την στεναχώρια της.
Βρήκε λοιπόν ο κυρ-Τάσος τον ντίλερ της Τράσυ στην
πλατεία και τα 'μαθε τα νέα. Στο σπίτι της δεν τολμούσε να τηλεφωνήσει, ήξερε
το μίσος του πατέρα της και δίσταζε. Ήθελε να μάθει μόνο πού την έθαψαν, έστω
εκεί να πάει ένα λουλούδι να αφήσει στον τάφο της. Βρήκε το θάρρος και ρώτησε
στο νεκροτομείο δύο μήνες μετά και του είπαν πως η Τράσυ κηδεύτηκε με δαπάνη
του νοσοκομείου μαζί με άλλα εφτά αζήτητα πτώματα λίγες μέρες πριν, στο 36ο
τμήμα του Γ' κοιμητηρίου, έναν χώρο που διατηρούν για τέτοιες περιπτώσεις.
Εκεί
λοιπόν, σε έναν χώρο με αδόμητους τάφους χωρίς μάρμαρο, μπροστά σε ένα πλήθος
από ανώνυμους νεκρούς που φέρουν αριθμό για να τους αναγνωρίσεις, εκεί είδε σε
έναν τάφο μια μεσόκοπη γυναίκα να καρφώνει έναν ξύλινο λευκό σταυρό στο χώμα.
Πλησίασε την γυναίκα και είδε πάνω στον σταυρό γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο
γραμμένο το όνομα της Τράσυ με κεφαλαία και το Α κυκλωμένο όπως άρεσε στην
Τράσυ να το γράφει. Η γυναίκα ήταν η μητέρα της. Είπαν πολλά εκεί η δυο τους,
μοιράστηκαν τον πόνο τους, τα βρήκαν και αγαπήθηκαν. Βρήκε την δύναμη και η
μάνα και παράτησε τον μαλάκα τον άντρα της που τον έτρεμε όλα αυτά τα χρόνια
και έζησαν μαζί με τον κυρ-Τάσο στο σπίτι του, μπλέξαν τις μνήμες τους και
συνέχισαν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους.
Στέλιος Καραθεοδώρου
Η Ντόνα Λούνα, μια ηλικιωμένη κυρία προσφάτως χηρεύσασα όπως δήλωνε, τις
περισσότερες ώρες της ημέρας σύχναζε στο νεκροταφείο. Πήγαινε σε κηδείες
αγνώστων, τους έκλαιγε, συλλυπούνταν τους συγγενείς, μέχρι και λουλούδια
αγόραζε για τους πιο παραμελημένους τάφους, τους καθάριζε, "να μην μένουν
παραπονεμένοι" όπως μονολογούσε. Για πολλές μέρες μάλιστα, δεν κατάφερνε
να φτάσει στον τάφο του άντρα της ποτέ, γιατί στην πορεία μόλις εντόπιζε
κάποιον χορταριασμένο, καταπιανόταν εκεί και μετά
κάτι άλλο προέκυπτε, μια κηδεία, ένα μνημόσυνο και έτσι ξεχνιόταν μέχρι την
επόμενη μέρα που κινούσε ξανά προς τον μακαρίτη.
Ένα πρωί μετά από πολλά τέτοια
πρωινά, αποφάσισε να μην κοντοσταθεί πουθενά, σε κανέναν τάφο αγνώστου και να
κινηθεί κατευθείαν προς τον αγαπημένο της. Όταν έφτασε στο σημείο όμως δεν τον
έβλεπε πουθενά. Ξανακοίταξε γύρω της, προσπάθησε να προσανατολιστεί μα τίποτα.
Ο τάφος του άντρα της ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σκέφτηκε πως ίσως πέρασαν τα
χρόνια και τον ξέθαψαν και δεν της είπε τίποτα ο γιος της να μην την
στεναχωρήσει και ξεκίνησε αμέσως για το σπίτι να τον βρει και να τον ρωτήσει.
Στην πύλη του νεκροταφείου όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί πού είναι το σπίτι. Έστυβε
το μυαλό της μα δεν μπορούσε να ανακαλέσει καμιά πληροφορία. Ήταν σαν να μην
είχε σπίτι ποτέ στην ζωή της. Γύρισε πίσω στο νεκροταφείο αλαφιασμένη
φωνάζοντας απεγνωσμένα τα ονόματα του άντρα και του γιου της στα στενάκια
ανάμεσα στους τάφους, μέχρι που την άκουσε ο φύλακας από μακριά και της φώναξε
να τον πλησιάσει. Την έβαλε να κάτσει σε μια καρέκλα κοντά στην πύλη και πήρε
τηλέφωνο τον γιο της να έρθει να την πάρει στο σπίτι.
Ο σύζυγος της Ντόνα Λούνα
είχε πεθάνει πριν 25 χρόνια, είχε θαφτεί στο νεκροταφείο της γενέτειρας του
και όχι σε αυτό. Η Ντόνα Λούνα έπασχε από άνοια και κάθε τόσο που αποφάσιζε να
μην χασομερήσει σε άλλους τάφους και να βρει αμέσως του καλού της, συνέβαινε
αυτό που σας εξιστόρησα, διαφορετικά ο γιος ερχόταν προγραμματισμένα πιο αργά
το μεσημέρι, όταν συνήθιζε να τελειώνει την επίσκεψη της.
Στέλιος Καραθεοδώρου
Ο κυρ Βασίλης ήταν ένας συνταξιούχος που λόγω οικονομικών δυσκολιών,
συνέχιζε να κάνει μεροκάματα όποτε τύχαινε, μερεμέτια συνήθως σε σπίτια.
Οδηγούσε μια κόκκινη Φλορέτα, αυτά τα βίντατζ μεταπολεμικά γερμανικά
μοτοποδήλατα και φορούσε το κλασικό αυγοειδές κράνος που κάλυπτε το σκαλπ, με
την δερμάτινη προσθήκη εν είδει κουρτίνας στην βάση για να σκεπάζει τον
εκτεθειμένο αυχένα. Το σπίτι του κυρ Βασίλη ήταν σχετικά κοντά στο νεκροταφείο,
για να το βρεις έπρεπε αναγκαστικά να περάσεις από
τον δρόμο μπροστά του.
Ένα βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι με την Φλορέτα,
την ώρα που πλησίαζε στο νεκροταφείο, κάτι σφίχτηκε πάλι μέσα του. Τόσα χρόνια
έχουν περάσει από τότε που έχτισε εδώ και έμεινε μόνιμα, δεν κατάφερε ποτέ να
ξεπεράσει τον φόβο του. Γκάζωσε παραπάνω για να περάσει από εκεί, όσο το
δυνατόν πιο γρήγορα. Κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι νύχτα, έτσι έκανε. Ανέβαζε
ταχύτητα και γυρνούσε το κεφάλι από την άλλη, τόσο όσο για να περάσει την
καγκελωτή πύλη του κοιμητηρίου και μόλις προσπερνούσε, μείωνε ταχύτητα
στρέφοντας το κεφάλι ξανά προς τον δρόμο. Έτσι και τώρα, συνέχισε να γκαζώνει
και την στιγμή που πλησίαζε την πύλη γύρισε το κεφάλι στο απέναντι πεζοδρόμιο
με τα λουλουδάδικα. Μα μόλις πέρασε, πριν ακόμα προλάβει να στρίψει το κεφάλι
μπροστά, μέσα απ’ το κράνος άκουγε ένα υπόκωφο ποδοβολητό, σαν κάποιος ή κάτι να
πετάχτηκε απ’ το νεκροταφείο και τον κυνηγούσε. Μείωσε αμέσως ταχύτητα και
μειώθηκε και η ταχύτητα του ποδοβολητού. Εν κινήσει, γύρισε πίσω του να δει
ποιός τον κυνηγά, μα δεν υπήρχε κανείς και ο ήχος σταμάτησε. Μόλις στράφηκε
μπροστά στην πορεία του, άρχισε πάλι το ίδιο τρεχαλητό. Ο πανικός τον είχε
κυριεύσει, τερμάτισε την Φλορέτα και κοιτούσε συνεχώς πίσω του, μέχρι που έχασε
τον έλεγχο. Λίγο πριν πέσει με ορμή στο κράσπεδο, το λυμένο κράνος εγκατέλειψε το κεφάλι του στον αέρα.
Όσο πέθαινε εκεί στο σκοτάδι αβοήθητος, πρόλαβε με
την άκρη του ματιού του να δει το κράνος που είχε καταλήξει 2-3 μέτρα πιο πέρα
και τότε εξηγήθηκαν όλα. Ο θόρυβος που άκουγε, αυτό που τον κυνηγούσε από την
πύλη του νεκροταφείου, δεν ήταν παρά το πετσί του κράνους που λύθηκε όταν
γύρισε το κεφάλι έξω από την πύλη και χτυπούσε στο πίσω μέρος του κράνους όπως
ανέμιζε απ’ την ταχύτητα της Φλορέτας. Πρόφτασε να παρακαλέσει τον Θεό, να τον αφήσει να ζήσει ακόμα, να τον λυπηθεί για το άδικο και ανόητο
του επικείμενου θανάτου του....Μάταια....Ο κυρ Βασίλης κηδεύτηκε στο
νεκροταφείο κοντά στο σπίτι του.
Στέλιος Καραθεοδώρου
Περιμέναμε στο προαύλιο της εκκλησίας δίπλα στο νεκροταφείο να φέρουν τον
νεκρό. Μόλις έφτασε η νεκροφόρα ανασκουμπωθήκαμε, όσοι καθόμασταν στο
πεζούλι σηκωθήκαμε, τα τσιγάρα έσβησαν, κάποιοι τύλιξαν την τσίχλα που μασούσαν
στο χαρτάκι, τα χέρια βγήκαν από τις τσέπες και σμίξανε κάτω από την κοιλιά
ευλαβικά.
Όταν κατέβασαν την κάσα από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν όλοι προς τον ναό
για την νεκρώσιμη ακολουθία, ο νεκροθάφτης με το τσιγάρο
στο στόμα, άρπαξε το καπάκι του φέρετρου και κατευθύνθηκε μόνος στον διπλανό
χώρο ταφής.
Για έναν απροσδιόριστο λόγο, ξεμάκρυνα από τους
πολλούς και τον ακολούθησα, μα τον έχασα ανάμεσα στους τάφους. Τον αντιλήφθηκα
να μουρμουρίζει πίσω από μια μαρμάρινη πλάκα που έκρυβε την φιγούρα του.
Έστησα αυτί μα δεν μπορούσα να διακρίνω τις λέξεις. Πλησίασα αθόρυβα και τον
είδα γονατιστό πάνω στον άδειο λάκκο που είχε σκάψει νωρίτερα για την κηδεία,
να συνεχίζει απορροφημένος την κουβέντα. Μόλις αντιλήφθηκε την σκιά μου να
πλησιάζει, τρομαγμένος έχωσε το χέρι του στην τρύπα, σαν να'θελε κάποιον να
κρύψει και τον έσπρωχνε βιαστικά προς στο βάθος. Πρόλαβα ν' ακούσω όπως έσκυψα το κεφάλι για να δω σε ποιόν απευθύνεται. "Κρύψου
κάποιος έρχεται" είπε, βήχοντας δυνατά για να καλύψει τα λόγια του. Στον λάκκο δεν
υπήρχε τίποτα, παρά μόνο το φρέσκο χώμα. Ο νεκροθάφτης με βλέμμα
αλαφιασμένο, προσπάθησε να υποκριθεί τον αδιάφορο ρωτώντας με τρεμάμενη φωνή:
- "Τι έγινε λεβέντη, τέλειωσε η εκκλησία, τον
φέρνουν;"
- "Όχι, δεν τέλειωσε ακόμα η λειτουργία"
απάντησα "μια βόλτα κάνω εδώ γύρω".
- "Να προσέχεις λεβέντη" είπε πιο ζωηρά, "μέχρι να κλείσει ο λάκκος με τον νεκρό, μέχρι να γίνει η κηδεία,
είναι επικίνδυνα να τριγυρνάς εδώ μονάχος".
- "Μην σκιάζεσαι προσέχω, δεν θα πέσω και στην
τρύπα", είπα με ειρωνικό ύφος.
Αυτός τότε σηκώθηκε και κραδαίνοντας το φτυάρι μου αποκρίθηκε:
- "Αυτή είναι πόρτα ανοιχτή και δεν σκιάζομαι μην πέσεις, μην σε τραβήξουν μέσα σκιάζομαι παλικάρι μου, μην ξεχαστείς εκεί και
φορτωθώ το βάρος του χαμού σου εγώ για πάντα".
Στέλιος Καραθεοδώρου