Η Φρόσω και η Αλκμήνη ήταν φίλες καρδιακές, περισσότερο και απ’ αδέρφια που λένε. Μοιάσανε και με τα χρόνια, για δίδυμες τις περνούσαν και στο ανάστημα και στα μαλλιά και στα ρούχα και σ’ όλα. Στα τελειώματα της εφηβείας τους πια, μελετούσαν ολημερίς και στα διαλλείματα καταστρώνανε σχέδια, αδημονούσαν για την ημέρα που θα κατάφερναν να φύγουν απ’ τα πατρικά τους, να ζήσουν επιτέλους την φοιτητική ανεμελιά στην πόλη την μεγάλη, να πιάσουν σπίτι μαζί, για να τους έρθει και φτηνότερα λέγανε μπροστά στους γονείς, μα άλλο που δεν θέλανε τότε, μέχρι και τα χρώματα που θα το βάφανε κανονίζανε απ’ τα τώρα.
Τα σπίτια που μεγαλώσανε ήταν κοντά, στο ίδιο τετράγωνο, οι μανάδες τους φίλες παλιές και αυτές, γνωρίζανε οι φαμίλιες καλά η μία την άλλη, έζησαν τα πάντα τους μαζί όλα τα χρόνια αυτά. Τα Σαββατοκύριακα το είχανε κανονισμένο, η μια να κοιμάται στο σπίτι της άλλης εναλλάξ και κει να δεις σχέδια που κάνανε και κουτσομπολιά για τ’ αγόρια του σχολείου και χαχανητά και πειράγματα, τραγούδια πασαρέλες και χορευτικά, μέχρι το βράδυ αργά, που τις έπαιρνε ο ύπνος ο γλυκός, ο γεμισμένος με νιάτα, ξεγνοιασιά και όνειρα ζωντανά να τα πιάσεις.
Και έφτασε η πολυπόθητη μέρα των εξετάσεων και γράψανε καλά τα κορίτσια, γέλια και συγχαρίκια απ’ όλους και λόγια καλά και ευχές, μεγάλη χαρά, ξεφάντωμα και γιορτή. Και είπανε να βγούνε τα κορίτσια, για καφέ και μετά για φαί με τα άλλα παιδιά απ’ το σχολείο, να εγκαινιάσει και η Φρόσω το δίπλωμα της οδήγησης που κέρδιζε μια χρονιά και το’ χε πάρει απ’ τα πέρσι και κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις του μπαμπά και πώς να το αρνηθεί ο κακομοίρης που έτρεμε το φυλλοκάρδι του, μα δεν μπορεί σκεφτόταν ο Θεός τέτοια πλάκα να τους κάνει και πως όλα θα πάνε καλά και πως και τ’ άλλα τα παιδιά θα έχουν αυτοκίνητα και έδωσε τα κλειδιά του αμαξιού στην Ευφροσύνη του, έξω να βγουν οι φίλες οι κολλητές, άλλωστε δεν θα πήγαιναν μακριά, λίγα χιλιόμετρα μόνο έξω απ’ την πόλη και θα πρόσεχαν, δεν θα πίνανε ποτό, ίσως λίγη μπύρα για να ευχηθούν μεταξύ τους με τους συμμαθητές, υπόσχεση δώσανε ιερή να ησυχάσουν οι μανάδες και οι μπαμπάδες τους.
Χαμός στο σπίτι της Φρόσως εκείνο το Σάββατο από νωρίς το πρωί, αρχίσανε οι φίλες τις προετοιμασίες για την έξοδο την μεγάλη απ’ τα χαράματα, μάτι δεν έκλεισαν το βράδυ που πέρασε απ’ την λαχτάρα και έβρεχε ο καιρός μα δεν τις ένοιαζε καθόλου, τίποτα δεν θα χαλούσε την μέρα εκείνη και καλλωπίζονταν με τις ώρες, ποιο και πρώτα απ’ τα φορέματα και τα στολίδια να δοκιμάσουν, προσεκτικά να χτενιστούν και να βαφούν, σαν τις σταρ να μοιάσουνε που θαυμάζουν.
Και ήρθε η ώρα και κίνησαν οι φίλες οι καρδιακές στο ραντεβού με τα παιδιά, βάλανε κατάλληλη μουσική στ’ αμάξι να παίζει και τραγουδούσαν δυνατά το ρεφραίν και σημασία δεν δίνανε στο δυνάμωμα της βροχής και σε μια ευθεία μεγάλη, απ’ αυτές τις μακρόσυρτες που γλυκαίνουν το γκάζι, σε μια λακκούβα κρυφή απ’ τα νερά της βροχής, βρήκε η μια ρόδα και ξέφυγε το τιμόνι και χτύπησαν άσχημα τα κορίτσια στον τοίχο μιας μάντρας αυτοκινήτων στην άκρη του δρόμου.
Τις βρήκανε εγκλωβισμένες μα όχι στις θέσεις τους, την μία ήδη νεκρή την άλλη ακόμα να χαροπαλεύει, αγνώριστες απ’ τα κατάγματα και το οίδημα, ούτε οι ίδιοι οι γονείς ήταν ικανοί να τις αναγνωρίσουν και οι φίλες οι καρδιακές αντάλλαζαν τα ρούχα και τα στολίδια τους συχνά, ευτυχώς απ’ το δαχτυλίδι της Αλκμήνης, αυτό της γιαγιάς της που ποτέ δεν το έβγαζε απ’ το χέρι της, καταλήξανε κάποια στιγμή πως η νεκρή είναι η Αλκμήνη. Και έγινε η κηδεία τρείς μέρες μετά, με την Φρόσω στην εντατική σε άσχημη κατάσταση μα σταθερή όπως λέγανε οι γιατροί.
Περνούσε ο καιρός και πήγαινε καλά η Φρόσω, μα πρόσεξε η μάνα της κάποια στιγμή σε ένα σύντομο επισκεπτήριο, τώρα που είχε υποχωρήσει το πρήξιμο και βγήκαν οι επίδεσμοι απ’ το πρόσωπο, πως η Φρόσω της έμοιαζε πολύ της νεκρής της Αλκμήνης μα δεν έδωσε σημασία, αποκλείεται είπε από μέσα της και μετά την βασάνιζαν οι σκέψεις στο σπίτι και πήρε τηλέφωνο την άλλη την μάνα την χαροκαμένη να της πει για τον φόβο της. Και αποδείχτηκε τελικά πως η Αλκμήνη είχε δανείσει το δαχτυλίδι της στην Φρόσω που της το ζήτησε εκείνη την μέρα και πως στον τάφο αντί την Αλκμήνη την Φρόσω είχαν θάψει.
Μέχρι και σήμερα που μιλάμε, στον τάφο της Φρόσως ακόμα διακρίνεις τα ίχνη απ’ τα γράμματα του ονόματος της Αλκμήνης να ξεχωρίζουν αμυδρά σε κάποια σημεία που εξέχει η γραμματοσειρά από πίσω. Η Αλκμήνη έζησε και μετά από πολλές πλαστικές επεμβάσεις κατάφερε να ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Καμιά φορά οι γονείς της νεκρής ακόμα την φωνάζουνε Φρόσω. Δεν τους διορθώνει όμως ποτέ….
Στέλιος Καραθεοδώρου